- στρατόπλωτος
- στρᾰτόπλωτος, ον, ([etym.] πλέω)A transporting an army, ῥῆτραι ς. orders for sailing, Lyc.1037.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρατόπλωτος — ον, Α αυτός που μεταφέρει στρατό διά μέσου τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + πλωτός] … Dictionary of Greek
στρατοπλώτους — στρατόπλωτος transporting an army masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek